εὐδιακρίτως

εὐδιακρίτως
εὐδιάκριτος
easy to distinguish
adverbial
εὐδιάκριτος
easy to distinguish
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευδιάκριτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάκριτος, ον) αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο φανερός μσν. διακριτικός, ευγενικός μσν. αρχ. αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο ευεξήγητος. επίρρ... ευδιακρίτως και ευδιάκριτα (Μ εὐδιακρίτως) με τρόπο ώστε να διακρίνεται …   Dictionary of Greek

  • εύκριτος — εὔκριτος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που κρίνεται δίκαια αρχ. 1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», Αισχύλ.) 2. αυτός τον οποίο διακρίνει κάποιος εύκολα, ο ολοφάνερος («εὔκριτόν ἐστιν… …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՂԵՑԿՈՐՈՇԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0539 Chronological Sequence: 8c մ. εὑδιακρίτως distincte Գեղեցիկ որոշմամբ. քաջ ընտրողութեամբ. *Գեղեցկորոշաբար սահմանադրել. Դիոն. ածայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”